σμυρναία

σμυρναία
σμυρναί̱ᾱ , σμυρναῖος
of Smyrna
fem nom/voc/acc dual
σμυρναί̱ᾱ , σμυρναῖος
of Smyrna
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σμυρναία — Σμυρναί̱ᾱ , Σμυρναῖος of Smyrna fem nom/voc/acc dual Σμυρναί̱ᾱ , Σμυρναῖος of Smyrna fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σμυρναίος — ο, θηλ. Σμυρναία / Σμυρναῑος, θηλ. Σμυρναία, ΝΜΑ ο κάτοικος τής Σμύρνης ή αυτός που κατάγεται από τη Σμύρνη, αλλ. Σμυρνιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σμύρνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. Ρωμ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • σμύρνα — Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει… …   Dictionary of Greek

  • Σμυρναίος — ο θηλ. Σμυρναία και Σμυρνιός, ο θηλ. Σμυρνιά κάτοικος της Σμύρνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”